Διοικώ στα ιταλικά

Μετάφραση: διοικώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dispensare, amministrare, dioiko
Διοικώ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διοικώ

διοικώ αρχικοι χρονοι, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, διοικώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διοικητής στα ιταλικά - comandante, comandante di, il comandante, comandante della, commander
  • διοικητικός στα ιταλικά - economato, amministrazione, amministrativo, amministrativa, amministrative, amministrativi
  • διορία στα ιταλικά - espressione, termine, scadenza, termine di, termini, termine ultimo
  • διορίζομαι στα ιταλικά - investire, collocare, designato, Nominato, carica, carica dal, In carica
Τυχαίες λέξεις
Διοικώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: dispensare, amministrare, dioiko