Διυλιστήριο στα ιταλικά

Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
raffineria, raffineria di, di raffineria, raffinazione, raffinerie
Διυλιστήριο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο

διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας ιταλικά, διυλιστήριο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διστακτικός στα ιταλικά - indeciso, timido, riluttante, esitante, titubante, esitanti, riluttanti, ...
  • διστακτικότητα στα ιταλικά - esitazione, irresolutezza, esitazioni, esitare, di esitazione, tentennamenti
  • διφορούμενος στα ιταλικά - dubbio, equivoco, ambiguo, ambigua, ambigue, ambigui, ambiguità
  • διχάζω στα ιταλικά - spartire, dividere, biforcuto, biforcarsi, moltiplicare, biforcano, bifurcate
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: raffineria, raffineria di, di raffineria, raffinazione, raffinerie