Διχασμός στα ιταλικά
Μετάφραση: διχασμός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divisione, serie, spartizione, ripartizione, la divisione, suddivisione, divisione di
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διχασμός
διχασμός 1965, διχασμός 1915, διχασμός και εξιλέωση περί πολιτικής ηθικής των ελλήνων, διχασμός μετάφραση, διχασμόσ και εξιλέωση, διχασμός λεξικό γλώσσας ιταλικά, διχασμός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διφορούμενος στα ιταλικά - dubbio, equivoco, ambiguo, ambigua, ambigue, ambigui, ambiguità
- διχάζω στα ιταλικά - spartire, dividere, biforcuto, biforcarsi, moltiplicare, biforcano, bifurcate
- διχοτομία στα ιταλικά - squarcio, crepatura, fenditura, dividere, strappo, separare, frattura, ...
- διχοτομώ στα ιταλικά - bisecare, bisecano, bisect, bisettrice, tagliare in due
Τυχαίες λέξεις
Διχασμός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: divisione, serie, spartizione, ripartizione, la divisione, suddivisione, divisione di
Μεταφράσεις: divisione, serie, spartizione, ripartizione, la divisione, suddivisione, divisione di