Δοχείο στα ιταλικά
Μετάφραση: δοχείο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tino, container, contenitore, recipiente, contenitore di, contenitori
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοχείο
δοχείο αδράνειας, δοχείο εκκίνησης για άναμμα κάρβουνων, δοχείο διαστολής, δοχείο διαστολής καλοριφερ, δοχείο διαστολής wilo, δοχείο λεξικό γλώσσας ιταλικά, δοχείο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δουλειές στα ιταλικά - commerciale, impresa, lavoro, occupazione, faccenda, azienda, mansione, ...
- δουλεύω στα ιταλικά - opera, occupazione, lavoro, funzionare, operare, lavorare, lavori, ...
- δούλος στα ιταλικά - schiavo, schiavi, schiava, Slave, servo
- δράκος στα ιταλικά - drago, dragon, dragone, del drago, di drago
Τυχαίες λέξεις
Δοχείο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: tino, container, contenitore, recipiente, contenitore di, contenitori
Μεταφράσεις: tino, container, contenitore, recipiente, contenitore di, contenitori