Εισβολέας στα ιταλικά

Μετάφραση: εισβολέας, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intruso, invasore, assalitore, aggressore, attaccante, utente malintenzionato, malintenzionato
Εισβολέας στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισβολέας

εισβολέας - η μπουμπού του fb, εισβολέας - σε πίνω λίγο λίγο, εισβολέας - eversor το κουτόχορτο στιχοι, εισβολέας & eversor - καμικάζι, εισβολέας - τα παιδικά μου χρόνια, εισβολέας λεξικό γλώσσας ιταλικά, εισβολέας στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εισαγωγικός στα ιταλικά - introduttivo, introduttiva, alinea, introduzione, introduttive
  • εισβάλλω στα ιταλικά - invadere, invadere la, invadere il, invadono
  • εισβολή στα ιταλικά - violazione, invasione, dell'invasione, all'invasione, un'invasione, l'invasione
  • εισιτήριο στα ιταλικά - biglietto, biglietti, i biglietti, di biglietti, biglietto di
Τυχαίες λέξεις
Εισβολέας στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: intruso, invasore, assalitore, aggressore, attaccante, utente malintenzionato, malintenzionato