Εκσκαφέας στα ιταλικά

Μετάφραση: εκσκαφέας, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scavatrice, Escavatori, escavatore, di escavatori, dell'escavatore
Εκσκαφέας στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκσκαφέας

εκσκαφέας-φορτωτής jcb, εκσκαφέας με συρόμενο κάδο, εκσκαφέας-φορτωτής, εκσκαφέας pc200, εκσκαφέας βιντεο, εκσκαφέας λεξικό γλώσσας ιταλικά, εκσκαφέας στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εκρήγνυμαι στα ιταλικά - esplodere, scoppiare, eruttare, eruzione, erompere
  • εκροή στα ιταλικά - scaricare, licenziamento, deflusso, uscita, efflusso, fuoriuscita, di efflusso
  • εκστατικός στα ιταλικά - estatico, estatica, estasi, in estasi, ecstatic
  • εκστομίζω στα ιταλικά - estrinsecare, intero, completo, proferire, rap, il rap, colpo secco, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκσκαφέας στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: scavatrice, Escavatori, escavatore, di escavatori, dell'escavatore