Εμπιστεύομαι στα ιταλικά

Μετάφραση: εμπιστεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fiducia, confidare, fidare, fede, trust, la fiducia, di fiducia
Εμπιστεύομαι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπιστεύομαι

εμπιστεύομαι συνώνυμο, σε εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι στα γαλλικά, εμπιστεύομαι συνώνυμα, εμπιστεύομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, εμπιστεύομαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εμπειρογνώμων στα ιταλικά - sperimentato, specialista, abile, esperto, esperti, di esperti, esperto di, ...
  • εμπιστευτικός στα ιταλικά - confidenziale, riservato, riservate, confidenziali, riservata
  • εμπιστοσύνη στα ιταλικά - confidare, fidare, fede, baldanza, affidamento, confidenza, fiducia, ...
  • εμπλέκομαι στα ιταλικά - coinvolgere, implicare, comportare, ringhio, garbuglio, snarl, ringhiare, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστεύομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fiducia, confidare, fidare, fede, trust, la fiducia, di fiducia