Ενίσχυση στα ιταλικά
Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ingrandimento, rinforzo, amplificazione, di amplificazione, l'amplificazione, amplificazione del, ampliamento
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενίσχυση
ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας ιταλικά, ενίσχυση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ενήλικας στα ιταλικά - adulto, adulti, adulta, Adulto in età, degli adulti
- ενήλικος στα ιταλικά - adulto, adulti, adulta, Adulto in età, degli adulti
- εναγής στα ιταλικά - orribile, odioso, abominevole, orrendo, efferato, attore, querelante, ...
- εναγόμενος στα ιταλικά - imputato, convenuta, convenuto, resistente, convenuta ha
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ingrandimento, rinforzo, amplificazione, di amplificazione, l'amplificazione, amplificazione del, ampliamento
Μεταφράσεις: ingrandimento, rinforzo, amplificazione, di amplificazione, l'amplificazione, amplificazione del, ampliamento