Εντατικοποίηση στα ιταλικά

Μετάφραση: εντατικοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intensificazione, intensificarsi, l'intensificazione, intensificare, un'intensificazione
Εντατικοποίηση στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντατικοποίηση

εντατικοποίηση συνώνυμα, εντατικοποίηση της εργασίας, εντατικοποίηση σπουδών, εντατικοποίηση γεωργίας, εντατικοποίηση λεξικό γλώσσας ιταλικά, εντατικοποίηση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εντάσσω στα ιταλικά - immatricolare, includo, comprendo, I includono, io includo, ho incluso
  • εντατικά στα ιταλικά - intensamente, intensivamente, intensivo, intenso, intensiva
  • εντατικός στα ιταλικά - intensivo, intenso, intensiva, alta intensità, intensità
  • εντείνω στα ιταλικά - accrescere, intensificare, intensificare la, intensificare i, intensificherà, intensificare le
Τυχαίες λέξεις
Εντατικοποίηση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: intensificazione, intensificarsi, l'intensificazione, intensificare, un'intensificazione