Επίκαιρος στα ιταλικά

Μετάφραση: επίκαιρος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conveniente, opportuno, attuale, attualità, topico, topica, d'attualità
Επίκαιρος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίκαιρος

επίκαιρος translation, θουκυδίδης επίκαιρος, επίκαιρος συνώνυμα, επίκαιροσ μετάφραση, επίκαιρος συνώνυμο, επίκαιρος λεξικό γλώσσας ιταλικά, επίκαιρος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • επίθεση στα ιταλικά - aggressione, offensivo, assaltare, assalire, accesso, offensiva, assalto, ...
  • επίθετο στα ιταλικά - aggettivo, cognome, adjective
  • επίκληση στα ιταλικά - invocazione, chiamata, richiamo, un'invocazione, l'invocazione
  • επίκριση στα ιταλικά - critica, critiche, la critica, le critiche
Τυχαίες λέξεις
Επίκαιρος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: conveniente, opportuno, attuale, attualità, topico, topica, d'attualità