Επεκτατικός στα ιταλικά
Μετάφραση: επεκτατικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
espansivo, espansiva, ampio, ampia, espansione
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επεκτατικός
επεκτατικός εθνικισμός, επεκτατικός συνώνυμα, επεκτατικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, επεκτατικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- επείγων στα ιταλικά - urgente, incalzante, impellente, urgenza, urgenti, d'urgenza, urgentemente
- επεισόδιο στα ιταλικά - episodio, incidente, caso, puntata, episode, episodio di, dell'episodio
- επεκτείνω στα ιταλικά - allungare, ampliare, estendere, estendersi, prorogare, prolungare
- επεμβαίνω στα ιταλικά - interferire, interferisce, interferiscono, interferisca, interferenze
Τυχαίες λέξεις
Επεκτατικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: espansivo, espansiva, ampio, ampia, espansione
Μεταφράσεις: espansivo, espansiva, ampio, ampia, espansione