Ερημίτης στα ιταλικά

Μετάφραση: ερημίτης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
romito, eremita, solitario, dell'eremita, eremitica, hermit
Ερημίτης στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερημίτης

ερημίτησ παξοί, μάκησ ερημίτησ, ερημίτης κέρκυρα, ερημίτης ταρώ, ερημίτης κάβουρας, ερημίτης λεξικό γλώσσας ιταλικά, ερημίτης στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ερευνητής στα ιταλικά - ricercatore, ricercatrice, ricercatori, ricercatore di, il ricercatore
  • ερευνώ στα ιταλικά - chiedere, indagare, investigare, studiare, esaminare, indagini
  • ερημικός στα ιταλικά - eremita, recluso, reclusa, recluse, solitario
  • ερημώνω στα ιταλικά - desolare, devastare, saccheggiare, spopolare, diminuzione di popolazione, diminuzione di, spopolarsi, ...
Τυχαίες λέξεις
Ερημίτης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: romito, eremita, solitario, dell'eremita, eremitica, hermit