Θεμιτός στα ιταλικά
Μετάφραση: θεμιτός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lecito, legittimo, legittima, legittimi, legittime, legittimamente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεμιτός
θεμιτός ορισμός, θεμιτός συνώνυμο, θεμιτός ανταγωνισμός βικιπαιδεια, θεμιτός ανταγωνισμός, θεμιτός λεξικο, θεμιτός λεξικό γλώσσας ιταλικά, θεμιτός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- θεματοφύλακας στα ιταλικά - depositario, depositaria, di depositario, di deposito
- θεμελιώδης στα ιταλικά - fondamentale, basilare, essenziale, fondamentali
- θεολογία στα ιταλικά - teologia, la teologia, di teologia, della teologia, teologico
- θεολόγος στα ιταλικά - teologo, il teologo, teologa
Τυχαίες λέξεις
Θεμιτός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: lecito, legittimo, legittima, legittimi, legittime, legittimamente
Μεταφράσεις: lecito, legittimo, legittima, legittimi, legittime, legittimamente