Κατηγορούμενος στα ιταλικά
Μετάφραση: κατηγορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accusato, accusati, imputato, accusata, imputati
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατηγορούμενος
ονειροκρίτης κατηγορούμενος, δις κατηγορούμενος, κατηγορούμενος συνωνυμο, κατηγορούμενος στα αγγλικά, κατηγορούμενος αγγλικα, κατηγορούμενος λεξικό γλώσσας ιταλικά, κατηγορούμενος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κατηγορία στα ιταλικά - imputazione, lega, addebitare, calcolare, accusa, caricare, imputare, ...
- κατηγορηματικός στα ιταλικά - assertivo, assertive, assertiva, assertivi, decisa
- κατηγορώ στα ιταλικά - imputare, accusare, addebitare, incolpare, incriminare, tacciare, caricare, ...
- κατηφορίζω στα ιταλικά - pendio, inclinazione, discesa, pendere, pendenza, declivio, pendice, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατηγορούμενος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: accusato, accusati, imputato, accusata, imputati
Μεταφράσεις: accusato, accusati, imputato, accusata, imputati