Κείμαι στα ιταλικά
Μετάφραση: κείμαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bugia, giacere, menzogna, impostura, mentire, fandonia, keimai
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κείμαι
κείμαι ετυμολογια, κείμαι κλίση, κείμαι αρχικοί χρόνοι, κείμαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, κείμαι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καύσιμο στα ιταλικά - carburante, combustibile, combustibili, infiammabile, infiammabili, incombustibile
- καύσιμος στα ιταλικά - combustibile, combustibili, infiammabile, infiammabili, incombustibile
- κείμενο στα ιταλικά - corridoio, testo, di testo, il testo, del testo, testo di
- κειμήλιο στα ιταλικά - gioiello, gioielli, perla, gemma, gioiello di
Τυχαίες λέξεις
Κείμαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: bugia, giacere, menzogna, impostura, mentire, fandonia, keimai
Μεταφράσεις: bugia, giacere, menzogna, impostura, mentire, fandonia, keimai