Κρεμώ στα ιταλικά

Μετάφραση: κρεμώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sospendere, appendere, Hang, blocco, caduta, di caduta
Κρεμώ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρεμώ

ρημα κρεμώ, κρεμώ συνώνυμα, κρεμώ συνώνυμο, κρεμώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, κρεμώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κρεμιέμαι στα ιταλικά - crema, panna, crema di, cream, la crema
  • κρεμμύδι στα ιταλικά - cipolla, cipolle, la cipolla, di cipolla, onion
  • κρεοπώλης στα ιταλικά - macellaio, macelleria, macellerie, da macellaio
  • κρεπ στα ιταλικά - crespo, crepe, crêpe, di crepe, crepe di
Τυχαίες λέξεις
Κρεμώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sospendere, appendere, Hang, blocco, caduta, di caduta