Κτήμα στα ιταλικά

Μετάφραση: κτήμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caratteristica, bene, proprietà, fattoria, possesso, tenuta, podere, immobiliare, immobili
Κτήμα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κτήμα

κτήμα γεροβασιλείου, κτήμα κλεοπάτρα, κτήμα γαία, κτήμα αριάδνη, κτήμα ορίζοντες, κτήμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, κτήμα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κρύπτη στα ιταλικά - cripta, crypt, la cripta
  • κρύσταλλος στα ιταλικά - cristallo, di cristallo, cristalli, cristallo di, in cristallo
  • κτήνος στα ιταλικά - bestia, mostro, animale, animalesco, bruto, belva, bestie
  • κτήριο στα ιταλικά - costrutto, edilizia, costruzione, edificio, palazzo, dell'edificio
Τυχαίες λέξεις
Κτήμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: caratteristica, bene, proprietà, fattoria, possesso, tenuta, podere, immobiliare, immobili