Κυκλοφορία στα ιταλικά
Μετάφραση: κυκλοφορία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
circolazione, traffico, trafficare, pratica, la circolazione, di circolazione, diffusione
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυκλοφορία
κυκλοφορία περιοδικών, κυκλοφορία του αίματος, κυκλοφορία συνώνυμα, κυκλοφορία αθλητικών εφημερίδων, κυκλοφορία πλοίων, κυκλοφορία λεξικό γλώσσας ιταλικά, κυκλοφορία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κυκλικός στα ιταλικά - sferico, rotondo, circolare, circolari, circolare di
- κυκλοθυμικός στα ιταλικά - lunatico, moody, di Moody, lunatica, volubile
- κυκλοφοριακός στα ιταλικά - circulative
- κυκλοφορώ στα ιταλικά - roteare, passare, superare, circolare, autorizzare, liberare, girare, ...
Τυχαίες λέξεις
Κυκλοφορία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: circolazione, traffico, trafficare, pratica, la circolazione, di circolazione, diffusione
Μεταφράσεις: circolazione, traffico, trafficare, pratica, la circolazione, di circolazione, diffusione