Μόριο στα ιταλικά

Μετάφραση: μόριο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
particola, particella, molecola, molecola di, molecole, molecola del, molecule
Μόριο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόριο

μόριο γλυκόζης, μόριο άτομο, μόριο υδρογόνου, μόριο νερού, μόριο φυσική, μόριο λεξικό γλώσσας ιταλικά, μόριο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μόνο στα ιταλικά - unico, singolo, solo, soltanto, solitario, romito, solamente, ...
  • μόνος στα ιταλικά - solitario, romito, celibe, una, scapolo, solo, individuale, ...
  • μόρτης στα ιταλικά - mariolo, barbone, deretano, vagabondo, briccone, furfante, farabutto, ...
  • μόρφωση στα ιταλικά - creanza, educazione, insegnamento, istruzione, formazione, dell'istruzione, l'istruzione
Τυχαίες λέξεις
Μόριο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: particola, particella, molecola, molecola di, molecole, molecola del, molecule