Νεύρο στα ιταλικά

Μετάφραση: νεύρο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nervo, nerbo, audacia, animo, coraggio, del nervo, nervi, nervosa, nervose
Νεύρο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νεύρο

ωλένιο νεύρο, νεύρο δοντιού, νεύρο κροταφογναθική άρθρωση, νεύρο της νεφρικής πυέλου, ισχιακό νεύρο, νεύρο λεξικό γλώσσας ιταλικά, νεύρο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • νεωτεριστικός στα ιταλικά - modernista, modernistico, modernistic, modernistica, moderniste
  • νεότητα στα ιταλικά - giovane, giovinezza, gioventù, adolescenza, i giovani, giovanile, giovani
  • νεύω στα ιταλικά - segnalare, cenno, cenno del capo, annuire, nod, cenno di
  • νημάτιο στα ιταλικά - fibra, filamento, filamenti, di filamenti, a incandescenza, del filamento
Τυχαίες λέξεις
Νεύρο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: nervo, nerbo, audacia, animo, coraggio, del nervo, nervi, nervosa, nervose