Ξεσηκώνω στα ιταλικά

Μετάφραση: ξεσηκώνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
destare, concitare, sobillare, sollevare, risvegliare, scatenare, suscitare
Ξεσηκώνω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεσηκώνω

ξεσηκώνω συνώνυμα, ξεσηκώνω συνώνυμο, ξεσηκώνω english, ξεσηκώνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, ξεσηκώνω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ξερός στα ιταλικά - asciutto, arido, secco, asciugare, secca, a secco
  • ξεσήκωμα στα ιταλικά - rivolta, sollevazione, insurrezione, sommossa, sollevamento
  • ξεσκεπάζω στα ιταλικά - smascherare, scoprire, svelare, scoprire i, scoprire le, di scoprire
  • ξεσπώ στα ιταλικά - esplosione, scoppio, scatto, scoppiare, salva, crepare, esplodere, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξεσηκώνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: destare, concitare, sobillare, sollevare, risvegliare, scatenare, suscitare