Ξύλο στα ιταλικά

Μετάφραση: ξύλο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bosco, legna, legno, selva, foresta, boschetto, legname, di legno, in legno
Ξύλο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξύλο

ξύλο στη βουλή, ξύλο τικ, ξύλο καρυδιάς, ξύλο mdf, ξύλο γόφερ, ξύλο λεξικό γλώσσας ιταλικά, ξύλο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ξύδι στα ιταλικά - aceto, aceto di, l'aceto, di aceto, nell'aceto
  • ξύλινος στα ιταλικά - di legno, legno, in legno, wooden
  • ξύνω στα ιταλικά - aguzzare, affilare, graffio, acutizzare, graffiare, raschiare, arrotare, ...
  • ξύπνημα στα ιταλικά - risveglio, Awakening, il risveglio, di risveglio, del Risveglio
Τυχαίες λέξεις
Ξύλο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: bosco, legna, legno, selva, foresta, boschetto, legname, di legno, in legno