Οξύ στα ιταλικά

Μετάφραση: οξύ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acido, acre, aspro, di acido, l'acido, acidi, dell'acido
Οξύ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύ

οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου συμπτώματα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, οξύ λεξικό γλώσσας ιταλικά, οξύ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • οξυδέρκεια στα ιταλικά - acuità, acutezza, intuito, visione, intuizione, comprensione, conoscenza
  • οξυδερκής στα ιταλικά - acuminato, pungente, intensivo, perspicace, appuntito, aguzzo, stridulo, ...
  • οξύθυμος στα ιταλικά - seccato, irritabile, irascibile, irascible, irascibili, iracondo, collerico
  • οξύνοια στα ιταλικά - acume, astuzia, furbizia, astuzie, l'astuzia, astuteness
Τυχαίες λέξεις
Οξύ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: acido, acre, aspro, di acido, l'acido, acidi, dell'acido