Πεινασμένος στα ιταλικά
Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affamato, vorace, fame, affamati, affamata, la fame
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεινασμένος
πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, πεινασμένος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πειθαρχώ στα ιταλικά - disciplina, disciplina di, la disciplina, discipline, della disciplina
- πειθώ στα ιταλικά - persuasione, Persuasion, la persuasione, di persuasione, della persuasione
- πεινώ στα ιταλικά - affamare, fame, la fame, della fame, fame nel
- πειράζω στα ιταλικά - punzecchiare, seccare, irritare, tormentare, stuzzicare, scherzo, presa in giro, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: affamato, vorace, fame, affamati, affamata, la fame
Μεταφράσεις: affamato, vorace, fame, affamati, affamata, la fame