Στόλος στα ιταλικά
Μετάφραση: στόλος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
flotta, naviglio, parco, della flotta, flotta di, flotte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόλος
στόλος κυκλοφορούντων οχημάτων 2012, στόλος ολυμπιακής, στόλος ο πολεμικός, στόλος οασθ, στόλος οασθ 2014, στόλος λεξικό γλώσσας ιταλικά, στόλος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- στυφότητα στα ιταλικά - acerbità, acutezza, astringenza, l'astringenza, dell'astringenza, un'astringenza, astringente
- στόκος στα ιταλικά - stucco, mastice, putty, grassello, grassello di
- στόμα στα ιταλικά - abboccatura, bocca, imboccatura, la bocca, foce, della bocca, orale
- στόμιο στα ιταλικά - bocca, apertura, imboccatura, abboccatura, orificio, la bocca, foce, ...
Τυχαίες λέξεις
Στόλος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: flotta, naviglio, parco, della flotta, flotta di, flotte
Μεταφράσεις: flotta, naviglio, parco, della flotta, flotta di, flotte