Συνήγορος στα ιταλικά
Μετάφραση: συνήγορος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avvocato, sostenere, legale, difendere, consiglio, consigli, consulente, il consiglio
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνήγορος
συνήγορος του καταναλωτή τηλ, συνήγορος του μετανάστη, συνήγορος καταναλωτή, συνήγορος του πολίτη email, συνήγορος του πολίτη, συνήγορος λεξικό γλώσσας ιταλικά, συνήγορος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- συνέταιρος στα ιταλικά - collaboratore, partner, socio, partner di, compagno, partner nella
- συνέχεια στα ιταλικά - continuazione, continuità, la continuità, di continuità, continuity, della continuità
- συνήθεια στα ιταλικά - usanza, vezzo, abitudine, costumanza, assuefazione, consuetudine, abito, ...
- συνήθης στα ιταλικά - solito, usuale, ordinario, comune, abituale, consueto, normale, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνήγορος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: avvocato, sostenere, legale, difendere, consiglio, consigli, consulente, il consiglio
Μεταφράσεις: avvocato, sostenere, legale, difendere, consiglio, consigli, consulente, il consiglio