Συνεργάσιμος στα ιταλικά

Μετάφραση: συνεργάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cooperativa, cooperativo, cooperazione, cooperative, di cooperazione
Συνεργάσιμος στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεργάσιμος

συνεργάσιμος στα αγγλικά, συνεργάσιμος δανειολήπτης, συνεργάσιμος μετάφραση, συνεργάσιμος english, συνεργάσιμος λεξικό γλώσσας ιταλικά, συνεργάσιμος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • συνεπώς στα ιταλικά - perciò, di conseguenza, conseguentemente, conseguenza, quindi, pertanto
  • συνεργάζομαι στα ιταλικά - collaborare, collaborazione, collabora, collaborano, collaborerà
  • συνεργάτης στα ιταλικά - collaboratore, contributore, membro, collaboratore di, contributo
  • συνεργασία στα ιταλικά - cooperazione, associazione, collaborazione, la cooperazione, di cooperazione, della cooperazione
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάσιμος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: cooperativa, cooperativo, cooperazione, cooperative, di cooperazione