Συνοφρυώνομαι στα ιταλικά
Μετάφραση: συνοφρυώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cipiglio, frown, smorfia, accigliato, accigliata
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνοφρυώνομαι
συνοφρυώνομαι λεξικο, συνοφρυώνομαι τι σημαινει, συνοφρυώνομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, συνοφρυώνομαι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- συνορεύω στα ιταλικά - abut, appoggiarsi, attestarsi, andare in battuta, attestano
- συνουσία στα ιταλικά - rapporto, relazione, rapporti, il rapporto, rapporto sessuale, i rapporti
- συνοχή στα ιταλικά - coerenza, coesione, di coesione, la coesione, della coesione
- συνοψίζω στα ιταλικά - disporre in tabelle, tabulare, catalogare, tabulate, tabulare i
Τυχαίες λέξεις
Συνοφρυώνομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: cipiglio, frown, smorfia, accigliato, accigliata
Μεταφράσεις: cipiglio, frown, smorfia, accigliato, accigliata