Σωματοφύλακας στα ιταλικά
Μετάφραση: σωματοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guardia del corpo, bodyguard, bodyguards, guardia, guardie del corpo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας
σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας λεξικό γλώσσας ιταλικά, σωματοφύλακας στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- σωματικά στα ιταλικά - materiale, corporale, corporeo, fisico, corporea, del corpo
- σωματικός στα ιταλικά - fisico, fisica, fisiche, fisici, materiale
- σωπαίνω στα ιταλικά - quiete, silenzio, calma, mantenere, tenere, conservare, continuare, ...
- σωρευτικός στα ιταλικά - cumulativo, cumulativa, cumulativi, cumulato, cumulative
Τυχαίες λέξεις
Σωματοφύλακας στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: guardia del corpo, bodyguard, bodyguards, guardia, guardie del corpo
Μεταφράσεις: guardia del corpo, bodyguard, bodyguards, guardia, guardie del corpo