Σύντροφος στα ιταλικά

Μετάφραση: σύντροφος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
partner, socio, compagno, guidata, compagna, compagno di, accompagnatore
Σύντροφος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύντροφος

σύντροφος φώτη σεργουλόπουλου, σύντροφος μπουτάρη, σύντροφος δούρου, σύντροφος του μπουλά, σύντροφος ρένας δούρου, σύντροφος λεξικό γλώσσας ιταλικά, σύντροφος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • σύντομα στα ιταλικά - presto, brevemente, prossimamente, appena, subito, breve, ben presto
  • σύντομος στα ιταλικά - breve, presto, compendio, prossimamente, succinto, riassunto, brevi, ...
  • σύριγγα στα ιταλικά - siringa, la siringa, della siringa, siringhe, siringa di
  • σύρμα στα ιταλικά - cavo, filo, fili, filo di, legare
Τυχαίες λέξεις
Σύντροφος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: partner, socio, compagno, guidata, compagna, compagno di, accompagnatore