Τόκος στα ιταλικά
Μετάφραση: τόκος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
interessare, interessamento, frutto, interesse, interessi, di interesse, nelle, interesse nelle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τόκος
τόκος υπερημερίας νπδδ, τόκος υπερημερίας δημοσίου 6, τόκος υπερημερίας υπολογισμός, τόκος επιδικίας, τόκος δημοσίου, τόκος λεξικό γλώσσας ιταλικά, τόκος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- τυχερός στα ιταλικά - fortunato, fausto, felice, fortunati, fortuna, fortunata, la fortuna
- τωρινός στα ιταλικά - corrente, attuale, flusso, presente, profluvio, corrente di, di corrente, ...
- τόλμη στα ιταλικά - intrepidezza, audacia, baldanza, ardire, coraggio, l'audacia, ardimento
- τόλμημα στα ιταλικά - audacia, intrepidezza, audace, ardire, impresa, rischio, venture, ...
Τυχαίες λέξεις
Τόκος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: interessare, interessamento, frutto, interesse, interessi, di interesse, nelle, interesse nelle
Μεταφράσεις: interessare, interessamento, frutto, interesse, interessi, di interesse, nelle, interesse nelle