Δικάζω στα κροατικά

Μετάφραση: δικάζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
procijeniti, presuditi, prosuditi, dosuditi, sudac, sudija, sutkinja, sudac je, je sudac
Δικάζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικάζω

δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω translated, δικάζω λεξικό γλώσσας κροατικά, δικάζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • διηθώ στα κροατικά - filtar, žica, vući, napinjati, pritisak, crta, natezanje, ...
  • διθυραμβικός στα κροατικά - govoriti, buncati, urlati, mahnitati, ditirambski
  • δικαίωμα στα κροατικά - dobar, desno, točno, pravednost, pravo, upravo, u pravu, ...
  • δικαιοδοσία στα κροατικά - nadležnost, nadležnosti, nadležan, djelokrug, nadlezznosti
Τυχαίες λέξεις
Δικάζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: procijeniti, presuditi, prosuditi, dosuditi, sudac, sudija, sutkinja, sudac je, je sudac