Εμπιστεύομαι στα κροατικά
Μετάφραση: εμπιστεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trust, povjeriti, rešetka, povjerenje, Trust, povjerenja, pouzdanje, povjerenju
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπιστεύομαι
εμπιστεύομαι συνώνυμο, σε εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι στα γαλλικά, εμπιστεύομαι συνώνυμα, εμπιστεύομαι λεξικό γλώσσας κροατικά, εμπιστεύομαι στα κροατικά
Μεταφράσεις
- εμπειρογνώμων στα κροατικά - iskusan, stručno, konzultant, savjetnik, stručnjak, poznavalac, stručni, ...
- εμπιστευτικός στα κροατικά - povjerljiv, pouzdan, tajni, povjerljivo, povjerljive, povjerljivi, povjerljiva
- εμπιστοσύνη στα κροατικά - povjerenje, povjerenju, trust, rešetka, pouzdanje, smjelost, povjerenja, ...
- εμπλέκομαι στα κροατικά - obaviti, angažirati, obuhvatiti, uplesti, režati, uvrnuti, gunđanje, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστεύομαι στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: trust, povjeriti, rešetka, povjerenje, Trust, povjerenja, pouzdanje, povjerenju
Μεταφράσεις: trust, povjeriti, rešetka, povjerenje, Trust, povjerenja, pouzdanje, povjerenju