Εμποτίζω στα κροατικά

Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
upijanje, kvašenje, apsorpcija, promočiti, okorio, bojen prije prerade
Εμποτίζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποτίζω

εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας κροατικά, εμποτίζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • εμπορεύματα στα κροατικά - trgovati, roba, robe, proizvodi, dobra, robu
  • εμπορικός στα κροατικά - komercijalan, komercijalnog, trgovački, Poslovni prostor, komercijalni, komercijalne, komercijalna
  • εμπρηστής στα κροατικά - palikuća, piroman
  • εμπρηστικός στα κροατικά - palikuća, upalni, upalne, upalna, upalnih, upalno
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: upijanje, kvašenje, apsorpcija, promočiti, okorio, bojen prije prerade