Ενίσχυση στα κροατικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povećanje, pojačanje, armaturi, učvršćivanje, armatura, proširenje, amplifikacija, amplifikacije, pojačanja, umnažanje
Ενίσχυση στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας κροατικά, ενίσχυση στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα κροατικά - punoljetan, odrastao, zreo, odrasla osoba, odraslih, odrasle, odrasla, ...
  • ενήλικος στα κροατικά - odrastao, zreo, punoljetan, odrasla osoba, odraslih, odrasle, odrasla, ...
  • εναγής στα κροατικά - kleti, proklinjati, sirište, prokletstvo, psovati, kletva, tužitelj, ...
  • εναγόμενος στα κροατικά - tuženik, okrivljeni, optuženik, optuženi, okrivljenik, opt
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: povećanje, pojačanje, armaturi, učvršćivanje, armatura, proširenje, amplifikacija, amplifikacije, pojačanja, umnažanje