Εντατικοποίηση στα κροατικά

Μετάφραση: εντατικοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pojačavanje, intenziviranje, jačanje, intenziviranja, intenzifikacija
Εντατικοποίηση στα κροατικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντατικοποίηση

εντατικοποίηση συνώνυμα, εντατικοποίηση της εργασίας, εντατικοποίηση σπουδών, εντατικοποίηση γεωργίας, εντατικοποίηση λεξικό γλώσσας κροατικά, εντατικοποίηση στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • εντάσσω στα κροατικά - uvojačiti, učlaniti, I, Ja, sam, mi, ću
  • εντατικά στα κροατικά - intenzivno, intenzivnije, se intenzivno, intenzivno se, je intenzivno
  • εντατικός στα κροατικά - moćan, snažan, silan, izražaja, jak, žestok, intenzivne, ...
  • εντείνω στα κροατικά - pojačati, povisiti, uzdići, intenzivirati, intenziviranje, intenziviraju, pojačaju
Τυχαίες λέξεις
Εντατικοποίηση στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: pojačavanje, intenziviranje, jačanje, intenziviranja, intenzifikacija