Μομφή στα κροατικά
Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prigovor, prijekor, zamjerka, sramota, sramotu, ruglo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μομφή
μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας κροατικά, μομφή στα κροατικά
Μεταφράσεις
- μολύβι στα κροατικά - kičica, pisaljka, pisati, olovka, olovke, olovku, olovkom, ...
- μολύνω στα κροατικά - zaprljati, zaraziti, inficirati, inficiraju, zarazi, zaraze
- μονάδα στα κροατικά - jednoznačnost, sklad, sloga, jednoglasje, jedinica, jedinice, uređaj, ...
- μονή στα κροατικά - opatija, manastir, katedrala, samostan, Abbey, opatije, Samostan, ...
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: prigovor, prijekor, zamjerka, sramota, sramotu, ruglo
Μεταφράσεις: prigovor, prijekor, zamjerka, sramota, sramotu, ruglo