Περιορισμένος στα κροατικά

Μετάφραση: περιορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konačan, određen, ograničen, konačni, ograničena, ograničeno, ograničeni, ograničiti
Περιορισμένος στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορισμένος

περιορισμένος αριθμός εκκαθαρίσεων, περιορισμένος english, περιορισμένος συνώνυμα, περιορισμένος χρόνος, περιορισμένος λεξικό γλώσσας κροατικά, περιορισμένος στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • περιοδικό στα κροατικά - skladište, ležište, magazin, časopis, magazine, časopisa, magazina
  • περιορίζω στα κροατικά - ograničiti, granica, međa, inhibirati, svesti, reducirati, granice, ...
  • περιορισμός στα κροατικά - nedostatak, uvjet, ograničenjima, ograničenje, zadržavanje, restrikcija, blokiranje, ...
  • περιουσία στα κροατικά - posjeda, stalež, posjedom, vlasništvo, imovina, posjede, imanje, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμένος στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: konačan, određen, ograničen, konačni, ograničena, ograničeno, ograničeni, ograničiti