Τροφοδοτώ στα κροατικά
Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gorivo, jelo, goriva, puniti, hraniti, trošak, ogrjev, hrana, unijeti, hrane, žariti, ložiti, Stoke, dodavati gorivo, potaknuti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ
τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας κροατικά, τροφοδοτώ στα κροατικά
Μεταφράσεις
- τροφικός στα κροατικά - hranljiv, prehrambeni, nutritivne, hranjiva, nutritivna, hranidbena
- τροφοδοσία στα κροατικά - ugostitelji, ugostiteljstvom, ugostiteljski, ugostiteljstvo, catering, hranjenje, aranžmanu
- τροφοδότης στα κροατικά - namirnica, dostavljač, ugostitelj, ugostitelju
- τροχαλία στα κροατικά - čekrk, kolut, točak, dizalica, kotur, kolotura, remenice, ...
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: gorivo, jelo, goriva, puniti, hraniti, trošak, ogrjev, hrana, unijeti, hrane, žariti, ložiti, Stoke, dodavati gorivo, potaknuti
Μεταφράσεις: gorivo, jelo, goriva, puniti, hraniti, trošak, ogrjev, hrana, unijeti, hrane, žariti, ložiti, Stoke, dodavati gorivo, potaknuti