Δυσχέρεια στα λατινικά

Μετάφραση: δυσχέρεια, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
impedimentum, difficultas
Δυσχέρεια στα λατινικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσχέρεια

οικονομική δυσχέρεια, δυσχέρεια ορισμός, εμβρυϊκή δυσχέρεια, αναπνευστική δυσχέρεια, δυσχέρεια στην αναπνοή, δυσχέρεια λεξικό γλώσσας λατινικά, δυσχέρεια στα λατινικά

Μεταφράσεις

  • δυσφορία στα λατινικά - indignatio
Τυχαίες λέξεις
Δυσχέρεια στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: impedimentum, difficultas