Ρέψιμο στα λατινικά
Μετάφραση: ρέψιμο, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
eructo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρέψιμο
ρέψιμο βρέφους, ρέψιμο νεογέννητου, ρέψιμο στομάχι, ρέψιμο πόνος στο στήθος, ρέψιμο κλούβιο αυγό, ρέψιμο λεξικό γλώσσας λατινικά, ρέψιμο στα λατινικά
Μεταφράσεις
- ρέλι στα λατινικά - ora, terminus
- ρέω στα λατινικά - vena, amnis
- ρήγας στα λατινικά - rex
Τυχαίες λέξεις
Ρέψιμο στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: eructo
Μεταφράσεις: eructo