Δυσχέρεια στα λετονικά

Μετάφραση: δυσχέρεια, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kavēklis, šķērslis, grūtības, apgrūtināta, grūti, grūtībām
Δυσχέρεια στα λετονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσχέρεια

οικονομική δυσχέρεια, δυσχέρεια ορισμός, εμβρυϊκή δυσχέρεια, αναπνευστική δυσχέρεια, δυσχέρεια στην αναπνοή, δυσχέρεια λεξικό γλώσσας λετονικά, δυσχέρεια στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • δυσφημώ στα λετονικά - apmelot, celt neslavu
  • δυσφορία στα λετονικά - neērtība, diskomforts, diskomforta sajūta, diskomfortu, nepatīkama sajūta
  • δυσχεραίνω στα λετονικά - rotas, traucē, grozi, Shampanietis
  • δυσωδία στα λετονικά - smaka, smirdoņa
Τυχαίες λέξεις
Δυσχέρεια στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: kavēklis, šķērslis, grūtības, apgrūtināta, grūti, grūtībām