Ενθάρρυνση στα λετονικά

Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pamudinājums, iedrošinājums, veicināšana, veicināšanu, iedrošinājumu
Ενθάρρυνση στα λετονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση

ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας λετονικά, ενθάρρυνση στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • ενεργός στα λετονικά - iedarbīgs, efektīvs, aktīvs, darbīgs, aktīvi, aktīvā, aktīva, ...
  • ενημέρωση στα λετονικά - atjaunināšana, atjaunināšanu, atjaunināšanas, aktualizēšana
  • ενθαρρύνω στα λετονικά - iedrošināt, veicināt, veicinātu, mudināt, mudinātu
  • ενθουσιασμένος στα λετονικά - satraukti, sajūsmā, ierosmes, priecīgi
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: pamudinājums, iedrošinājums, veicināšana, veicināšanu, iedrošinājumu