Ντροπαλότητα στα λετονικά

Μετάφραση: ντροπαλότητα, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kautrība, kautrīgums, kautrību
Ντροπαλότητα στα λετονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντροπαλότητα

ντροπαλότητα αντιμετώπιση, ντροπαλότητα συνώνυμα, ντροπαλότητα λεξικό γλώσσας λετονικά, ντροπαλότητα στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • ντροπή στα λετονικά - negods, apkaunojums, apkaunot, kauns, kauna, Žēl
  • ντροπαλός στα λετονικά - kautrīgs, kautrīgam, kautrīgi, shy
  • ντόμπρος στα λετονικά - vaļsirdīgs, atklāts, atklāti, paust savu viedokli, pauda skaidru nostāju
  • ντόπιος στα λετονικά - dzimtā, native, vietējās, dzimtās, dzimtene
Τυχαίες λέξεις
Ντροπαλότητα στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: kautrība, kautrīgums, kautrību