Άμεσος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: άμεσος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прамы, прамой
Άμεσος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άμεσος

άμεσος δράση, άμεσοσ coombs, άμεσοσ φωτισμόσ, άμεσος στα αγγλικά, άμεσος συνεργός, άμεσος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, άμεσος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • άμβλωση στα λευκορωσικά - аборт
  • άμεμπτος στα λευκορωσικά - бездакорны, ідэальны, беззаганны
  • άμμος στα λευκορωσικά - пясок, пяску
  • άμορφος στα λευκορωσικά - бясформенны, падушаны, бясформны, бясформенную і
Τυχαίες λέξεις
Άμεσος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: прамы, прамой