Αδίστακτος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бязлітасны, бязьлітасны, няўмольны, бязлітасным
Αδίστακτος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδίστακτος

αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αδίστακτος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αδέσποτος στα λευκορωσικά - безгаспадарны, нячыйны
  • αδίκημα στα λευκορωσικά - злачынства
  • αδαής στα λευκορωσικά - неспрактыкаваны, неопытный, нявопытны
  • αδαμαντίνη στα λευκορωσικά - эмаль
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: бязлітасны, бязьлітасны, няўмольны, бязлітасным