Ακονίζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тачыць, вастрыць, каб вастрыць аб, вастрыць аб, капаць
Ακονίζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακονίζω

ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ακονίζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθία στα λευκορωσικά - паслядоўнасць, пасьлядоўнасьць, паслядо, паслядоўнасці, паслядо ¢ насць
  • ακολουθώ στα λευκορωσικά - прытрымлівацца, вынікаць, ісці, рухацца, кіравацца
  • ακουμπώ στα λευκορωσικά - закрануць, крануць, дакрануцца, дакрануцца да
  • ακουστική στα λευκορωσικά - акустыка
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: тачыць, вастрыць, каб вастрыць аб, вастрыць аб, капаць