Ακούσιος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ακούσιος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
міжвольны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακούσιος
ακούσιος εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, ακούσιος ορισμός, ακούσιος σημαίνει, εκούσιος ακούσιος, ακούσιος εγκλεισμός, ακούσιος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ακούσιος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ακουστική στα λευκορωσικά - акустыка
- ακουστικός στα λευκορωσικά - слыхавы, слыхавой, слыхавымі, слухавы, слыхавай
- ακούω στα λευκορωσικά - чуць, слухаць, слушать
- ακράδαντα στα λευκορωσικά - моцна, вельмі, дужа
Τυχαίες λέξεις
Ακούσιος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: міжвольны
Μεταφράσεις: міжвольны