Αλάτι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αλάτι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
соль
Αλάτι στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλάτι

αλάτι και πιπέρι, αλάτι ρίγανη θεσσαλονίκη, αλάτι και πιπέρι περιοδικό, αλάτι ιμαλαϊων ιδιότητες, αλάτι μεσολογγίου, αλάτι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αλάτι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αλάθητος στα λευκορωσικά - надзейны, надзейную, надзейная
  • αλάνθαστος στα λευκορωσικά - бясхібны, бясхібным, бездакорны, бязгрэшны
  • αλέθω στα λευκορωσικά - млын, працаваць, малоць, мянціць
  • αλέτρι στα λευκορωσικά - араць, плуг
Τυχαίες λέξεις
Αλάτι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: соль