Ανάφλεξη στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ανάφλεξη, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
запальванне
Ανάφλεξη στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάφλεξη

ανάφλεξη συνέντευξη, αυθόρμητη ανάφλεξη, ανάφλεξη υδρογόνου, ηλεκτρονική ανάφλεξη, πιεζοηλεκτρική ανάφλεξη, ανάφλεξη λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανάφλεξη στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ανάσταση στα λευκορωσικά - ўваскрасенне, нядзелю, уваскрэсеньне, нядзеля, ўваскрэсеньне
  • ανάστημα στα λευκορωσικά - будаваць, рост
  • ανάχωμα στα λευκορωσικά - банк, бераг, курган, Цюмень
  • ανέγερση στα λευκορωσικά - структура, эрэкцыя, ала эрэкцыя
Τυχαίες λέξεις
Ανάφλεξη στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: запальванне